Η πόρτα χτύπησε κι ήταν αυτή η… πώς τη λέγανε;
Η τελευταία καψουρίτσα από τα μπουζούκια…
Ποιος ξέρει τι την έπιασε νυχτιάτικα και του κουβαλήθηκε χωρίς καν να ειδοποιήσει πρώτα.
Της έριξε μια ματιά νυσταλέα, αλλά με σαφή υπονοούμενα θυμού.
«Με πυροβόλησαν», ψέλλισε εκείνη και σωριάστηκε στα πόδια του.
Τότε παρατήρησε τα αίματα.
«Πάει το χαλί», σκέφτηκε με ολοένα και αυξανόμενο εκνευρισμό ,«θα με πρήξει η άλλη αύριο…»
Την έσπρωξε ελαφρά με το πόδι προς τα έξω,
έκλεισε σιγανά την πόρτα μην ξυπνήσει τους γείτονες
κι επέστρεψε στο ζεστό του κρεβάτι.

Το δεν ξέρω είναι ένα, το ξέρω είναι πολλά
Δεν υπάρχει μεγαλύτερη δυστυχία από το να μην πραγματώνεις τις δυνατότητές σου –αυτό αποτελεί προδοσία του ίδιου σου του εαυτού.
Τάρρατε, τους κύκλους. synas.
Σπίθα, προσπαθώ… αλλά χαλλλαρά… σαλλλονικιώτικα 🙂
Αργά, απαλά,…ανεπαίσθητα:)