Διάβασα Σεφέρη κάτω από τον χειμωνιάτικο ήλιο, σε μια άδεια ταράτσα:
3 κρυφά ποιήματα…
Πολλές φορές πρέπει κάποιος να σε σκουντήξει, να σε εξαναγκάσουν τρόπον τινά,
ώστε να θυμηθείς…
Να θυμηθείς την ομορφιά… την ποίηση…
13/10/’87 είχα σημειώσει κάτω από ένα από τα ποιήματα και ναι, ακόμα το θυμόμουν,
θυμόμουν και το γιατί και το πώς ένιωθα, τότε,
την απελπισία της νεαρής ηλικίας που δεν ξέρει τι της επιφυλάσσει η ζωή…
Ούτε ξέρει πως αυτό που ερμηνεύει κατά πώς της ταιριάζει εκείνη τη στιγμή,
μιλάει για το θάνατο… όχι για τη ζωή.
Ή μάλλον: το θάνατο σα μια νέα, αργόσυρτη, ανθρωπίνως ακατανόητη απαρχή.
Ίσως πάλι, έτσι το ερμηνεύω τώρα.
Κι εκείνο το απόσπασμα από το ποίημα –μοιάζει νά ‘ναι το τελευταίο- έλεγε:
«Στην πολιτεία που έγινε πορνείο
μαστροποί και πολιτικιές
διαλαλούν σάπια θέλγητρα·
η κυματόφερτη κόρη
φορεί το πετσί της γελάδας
για να την ανεβεί το ταυρόπουλο·
ο ποιητής
χαμίνια του πετούν μαγαρισιές
καθώς βλέπει τ’ αγάλματα να στάζουν αίμα.
Πρέπει να βγεις από τούτο τον ύπνο·
τούτο το μαστιγωμένο δέρμα.»
Κι ύστερα… έκλαψα.
Για όσα έζησα, για όσα έχασα, για όσα ακόμα δεν γνωρίζω…
0 Σχόλια