Παλεύω μες στο σύμπαν
-εκείνο το φρακταλικό, το εσωτερικό μου-
να ξεριζώσω τα ζιζάνια,
και ό,τι μείνει
αυτό να είναι·
δίχως την έγνοια τι θα γίνει.
Ένα βλαστάρι
μοναχό
κάτω απ’ τον ήλιο.
Πόα δεν είμαι…
όλο σκληράδες είμαι.
Να μαλακώσω πολεμώ
ό,τι είν’ εκεί και με πονά
και που βασίλισσα όλα έχουν
τη Ντάμα Κούπα: την καρδιά.
Αλλά κι αυτήν, βασίλισσα εγώ δεν την λογίζω·
τη βλέπω ως όργανό μου.
[Μ’ αυτό το «εγώ», μ’ αυτό το «μου»
βαθιά με περιορίζω]
Αν είν’ η καρδιά όμως όργανο,
ποιος είναι ο αφέντης;
Καθαίρεσα τον δικτάτορα,
-Νου τον εφώναζα περήφανη,
νά ‘ναι καλά η προπαγάνδα.
Ποιος κυβερνά
το γήινο αυτό σώμα
και όλα τα δικά του;
Με την ανάσα προχωρώ:
το πρώτο μου αυτόματο να γίνει πια τιμόνι.
Ποιανού όμως τιμόνι;
Το ερώτημά μου είναι εκεί…
Ίσως απαντηθεί όταν στ’ αλήθεια
ένα βλαστάρι
μοναχό
κάτω απ’ τον ήλιο μείνει.
Ίσως ο ήλιος τού το πει.
Ίσως ακόμα,
ένα πρωί
μες απ’ αυτό χαράξει.
μου άρεσει η λεπτομέρεια σε ότι γράφεις.. φρακταλικο σύμπαν.. ουάου 🙂
Νίνα, λολ…
Ίσως..