Μια σκέτη καύλα·
σ’ αγγίζει και σε στέλνει πάντα αδιάβαστο.
Κάτι αεράκια που σε χαϊδεύουν,
κάτι αστεράκια που πέφτουν,
κάτι μυρμηγκάκια που περπατάνε αμέριμνα πάνω σου…
έχοντας χάσει ίσως το δρόμο τους
ή γιατί νομίζουν πως είσαι βουνό, βοσκοτόπι, χαράδρα, λίμνη,
άβυσσος…
Πάρε με, ζωή.
Κι άσε με να τελειώσω μ’ εκείνο το περίεργο, τ’ απόμακρο,
το στραμμένο προς τα έξω και ταυτοχρόνως προς τα μέσα
χαμόγελο στα χείλη·
στα υγρά κόκκινα χείλη…
Πρόσωπο, αθώα μάτια, παιδικά.
Βαμμένα, κόκκινα χείλη, γυναίκας.
Η πληρότητα.
Πάθος και αθωότητα.
αχ ζωή υπέροχη!
σπίθα, θέλει πολύ να ξαναγίνεις παιδί…
mary, τα μάτια είναι που βλέπουν έτσι ή αλλιώς…
Μόνο οι προυποθέσεις!
Και η "σύμπτωση", κάποιων εξαιρετικών στοιχείων, όντως…synas.